- ἐψιλοῦτο
- ἐψῑλοῦτο , ψιλόωstrip bareimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… … Dictionary of Greek